- πεζολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζολόγο ή στην πεζολογία.επίρρ...πεζολογικῶς Μσε πεζό λόγο και όχι σε ποιητικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στ. Βάλβη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεζολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πεζό λόγο ή στην πεζολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)